- εὐγνώστως
- εὔγνωστοςwell-knownadverbialεὔγνωστοςwell-knownmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύγνωστος — εὔγνωστος, ον (Α) 1. πολύ γνωστός, οικείος 2. ευδιάκριτος, σαφής («εὔγνωστον... πότερος ἡμῶν ἔσθ ὁ πονηρός», Δημοσθ.). επίρρ... εὐγνώστως με σύνεση … Dictionary of Greek